- μοντάνος
- μοντάνος, ὁ (Μ)οπαδός τού μοντανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το κύριο όνομα Μοντανός. Η άποψη ότι σχετίζεται με το ιταλ. montano θεωρείται ελάχιστα πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοντανισμός — Χριστιανική αιρετική κίνηση, που εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 2ου αι. στη Φρυγία. Ιδρυτής της ήταν ο Μοντάνος, ένα πρόσωπο για το οποίο δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Ο Μοντάνος, ύστερα από οράματα και εκστάσεις, προφήτευσε την προσεχή έλευση… … Dictionary of Greek
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek